- υπερχαλαστικός
- -ή, -όν, Α [ὑπερχαλῶ]αυτός που επιφέρει μεγάλη χαλάρωση, μεγάλη ξεκούραση («ὑπερχαλαστικοῑς ὕπνοις», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερχαλαστικοῖς — ὑπερχαλαστικός very relaxing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)